ἀχύρου σ. ἕν PLips.21.18
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαργάνιον — τὸ, Α [σαργάνη] 1. σαργανίδιον* 2. ειδικό καλάθι για άχυρα … Dictionary of Greek
σεγάνιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «γυργαθῶδες πλέγμα Ῥόδιοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ αντί σαργάνιον (< σαργάνη)] … Dictionary of Greek